- φυσῶντας
- φῡσῶντας , φυσάωblowpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκριπίζω — ἐκριπίζω (AM) 1. ανάβω φυσώντας 2. διεγείρω, εξάπτω 3. απομακρύνω με ριπή, με γρήγορη κίνηση 4. μτφ. εκσφενδονίζω, απορρίπτω κάτι … Dictionary of Greek
καταφυσώ — καταφυσῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυσώ) 1. εξακοντίζω κάποιο υγρό με φύσημα, καταβρέχω φυσώντας 2. εκτινάσσω, εξαπολύω υγρό («ὁ ἄρρην παρακολουθῶν καταφυσᾷ τὸν θολὸν [τῇ θηλείᾳ]», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μεσοπέλαγο — το (Μ μεσοπέλαγο και μεσοπέλαγος) 1. το μέσο τού πελάγους, η ανοιχτή θάλασσα 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοπέλαγα και μεσοπέλαα στο μέσο τού πελάγους, καταμεσής τού πελάγους («σαν όντε μεσοπέλαγα δυο ανέμοι σηκωθούσι / αξάφνου, και με τη βροντή… … Dictionary of Greek
μεταρριπίζω — (Α) 1. ανάβω φλόγα φυσώντας 2. παθ. μεταρριπίζομαι μεταφέρομαι, παρασύρομαι από τις ριπές τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥιπίζω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
παραφυσώ — και άω / παραφυσῶ, άω, ΝΑ νεοελλ. φυσώ πολύ, φυσώ υπερβολικά αρχ. 1. φυσώντας βγάζω κάτι από την πορεία του, τό παρεκτρέπω, τό οδηγώ σε κακό δρόμο 2. μτφ. ερεθίζω, διεγείρω, παρορμώ κάποιον … Dictionary of Greek
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
προεμφυσώ — άω, Α [ἐμφυσῶ] διασκορπίζω προηγουμένως υγρό φυσώντας δυνατά με το στόμα («οἶνον τῷ τόπῳ προεμφυσᾱν», Αέτ.) … Dictionary of Greek
συμφυσώ — άω, Α [φυσῶ] 1. φυσώ μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.) 3. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek